Για τον Τάσο Διττόπουλο
Τέτοιες μέρες συνήθιζα πάντα να ανεβαίνω έστω για 24 ώρες στη Θεσσαλονίκη. Συχνά έφευγα με το βραδινό τρένο και επέστρεφα, χωρίς να μείνω πουθενά, την επόμενη μέρα, πάλι με το τελευταίο δρομολόγιο, στην Αθήνα. Το "Βελιγράδι" λειτουργούσε ακόμη, το "Ερζερούμ" στην πλατεία Ναυαρίνου, αν θυμάμαι καλά, επίσης, όμως ο λόγος ήταν ο κύριος Τάσος και ο κύριος Τάσος ήταν το δικό μου σινεμά ο παράδεισος. Παλιός μηχανικός προβολής στο σινεμά "Ορφέας" στην Ελευθερούπολη, είχε φτιάξει σε ένα ημιυπόγειο στην Τριανδρία ένα μίνι κινηματογραφικό μουσείο. Περιττό να πω ότι το επίσημο μουσείο ουδέποτε ασχολήθηκε με ό,τι ήξερε και μπορούσε να καταθέσει αλλά ούτε και με το υλικό που διέθετε, ακόμη και εκείνο που θα μπορούσε να βρει. Σε εμένα έστελνε τακτικά ορφανά φιλμ, δηλαδή φιλμ που έβρισκε πεταμένα κυρίως στο Μπιτ Παζάρ. Πρέπει να έχω πάνω από 20 ώρες αρχειακού υλικού από τα δώρα του μαζί με μια μηχανή προβολής του '30. Κι εδώ δεν χρειάζεται να πω ότι δεν πήρε ποτέ ούτε ένα λεπτό για ό,τι έβρισκε. Κάθε φορά που του έκανα κουβέντα για χρήματα γελούσε σα να μιλούσε σε άνθρωπο που δεν καταλαβαίνει και έλεγε αφοπλιστικά "μα σε μένα κάνουν άλλες τιμές, βρε Νίκο". Τα χριστούγεννα του 2017 πρέπει να ήτανε που είπα να του στείλω μια μουβιόλα 16χιλιοστών, δώρο και σε μένα από έναν άλλο μεγάλο απόντα, τον Μάνο Χαριτάτο. Βρήκε φορτηγό, ξεπέρασε χιόνια και αποκλεισμένους δρόμους και έφερε τη μουβιόλα στην Τριανδρία. Και όταν διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να την κάνει να δουλέψει πήρε την πρωτοβουλία και τη δώρισε, αφού πρώτα με ενημέρωσε, στο Νόησις, το Μουσείο Τεχνολογίας Θεσσαλονίκης, γιατί το επίσημο Μουσείο κινηματογράφου ακομη μια φορά δεν είχε ασχοληθεί. Το μόνο που είχα σχεδόν απαιτήσει ήταν να βάλει ως δωρητές τον Μάνο Χαριτάτο και τον εαυτό του, φοβάμαι όμως πως τουλάχιστον τον εαυτό του δεν τον έβαλε. Δεν ξέρω, δεν έχω πάει να το δω.Στη Θεσσαλονίκη σταμάτησα να πηγαίνω από τότε που αρρώστησε. Όχι μόνο γι' αυτό αλλά και γι' αυτό. Του τηλεφωνούσα, δε με ρώτησε ποτέ ξανά πότε θα ανέβω πάνω. Καταλάβαινα πως δεν είχε την ίδια διάθεση. Οι συλλέκτες όταν πλησιάζουν στο τέλος θέλουν πάντα να τους αφήνεις στην ησυχία τους. Ίσως για να αποφασίσουν τι θα αφήσουν από τη ζωή τους σε κάποιους άλλους συλλέκτες. Θυμάμαι πάντα, και όχι χωρίς λύπη, την τελευταία κουβέντα που άκουσα από τον Μάνο Χαριτάτο δέκα μέρες πριν φύγει, τόσο πικρά πολύτιμη που την κρύβω ακόμη. Στον Τάσο Διττόπουλο χρωστάω πολλά. Όσο περνάνε οι γιορτές ηχούν πιο εκκωφαντικά τα τηλεφωνήματα από εκείνους που δεν πρόκειται πια να τηλεφωνήσουν. Κι αν καμιά φορά τους κάνουμε ιστορία και τους αφηγούμαστε είναι γιατί κι εμείς με τη σειρά μας, είμαστε καταδικασμένοι στην Ιστορία.